φιλοπόλεμος

φιλοπόλεμος
-η, -ο
αυτός που αγαπάει τον πόλεμο, πολεμικός, πολεμοχαρής: Η φιλοπόλεμη στάση της Τουρκίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοπόλεμος — fond of war masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλεμος — η, ο / φιλοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που τού αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής νεοελλ. αυτός που είναι υπέρ τού πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπολέμως — φιλοπόλεμος fond of war adverbial φιλοπόλεμος fond of war masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπτόλεμον — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem acc sg (epic) φιλοπόλεμος fond of war neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόλεμον — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem acc sg φιλοπόλεμος fond of war neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπολέμοις — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπολέμου — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπολέμους — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπολέμων — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπολέμῳ — φιλοπόλεμος fond of war masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”